τριχώδης
Смотреть что такое "τριχώδης" в других словарях:
τριχώδης — like hair masc/fem acc pl (attic epic doric) τριχώδης like hair masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριχώδης like hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώδης — ες / τριχώδης, ῶδες, ΝΑ [θρίξ, τριχός] όμοιος με τρίχα, τριχοειδής νεοελλ. γεμάτος τρίχες, τριχωτός αρχ. 1. αναμεμιγμένος με τρίχες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη (κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν]… … Dictionary of Greek
τριχώδει — τριχώδης like hair masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριχώδης like hair masc/fem/neut dat sg τριχώδεϊ , τριχώδης like hair dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώδη — τριχώδης like hair neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριχώδης like hair masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριχώδης like hair masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχῶδες — τριχώδης like hair masc/fem voc sg τριχώδης like hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώδεις — τριχώδης like hair masc/fem acc pl τριχώδης like hair masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωδῶν — τριχώδης like hair masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώδεσιν — τριχώδης like hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχωδεστέρας — τριχωδεστέρᾱς , τριχώδης like hair fem acc comp pl τριχωδεστέρᾱς , τριχώδης like hair fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
FLOCUS seu FLOCCUS vulgo FROC — FLOCUS, seu FLOCCUS, vulgo FROC Gall. Monachorum vestis, amplas habens manicas: an quod esset floccosa, i. e. τριχώδης, uti vocem interpretatur vet. Moschionis Scholiastes, an quod flocci instar, cum ampla sit, huc et illuc levi flatu impellatur … Hofmann J. Lexicon universale
πελούζ — και πελούζα, η 1. κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και χαμηλή χλόη, γκαζόν 2. (στον ιππόδρομο) το τμήμα τής κερκίδας που φιλοξενεί τους θεατές οι οποίοι έχουν εισιτήριο β θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelouse < λατ. pilosus «τριχώδης»] … Dictionary of Greek